- νεκρομάντης
- ο, η (Α νεκρόμαντις, -εως)αυτός που ασκεί μαντεία με επίκληση τών ψυχών τών νεκρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)*- + μάντης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεκρομαντείο — το (Α νεκρομαντεῑον) [νεκρομάντης] τόπος όπου γινόταν επίκληση στα πνεύματα τών νεκρών για μαντεία, αλλ. νεκυομαντείο … Dictionary of Greek
νεκρομαντικός — ή, ό [νεκρομάντης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεκρομάντη ή στη νεκρομαντεία … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek
νεκυόμαντις — νεκυόμαντις, άντεως, ό (Α) ο νεκρομάντης, ο επικαλούμενος τα πνεύματα τών νεκρών για να μαντεύσουν τα μέλλοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, υος «νεκρός» + μάντις] … Dictionary of Greek
ψυχαγωγός — ο / ψυχαγωγός, όν, ΝΜΑ (ως προσωνυμία τού Ερμού) αυτός που οδηγεί τις ψυχές τών νεκρών στον Κάτω Κόσμο, στον Άδη, ψυχοπομπός μσν. θελκτικός, ελκυστικός αρχ. 1. αυτός που ανακαλεί τις ψυχές τών νεκρών από τον Άδη με θυσίες και εξορκισμούς 2. αυτός … Dictionary of Greek
ψυχομάντης — ο / ψυχόμαντις, άντεως, ΝΑ, θηλ. ψυχομάντισσα Ν νεκρομάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + μάντις / μάντης (πρβλ. νεκρό μαντις)] … Dictionary of Greek
Αριόστο, Λουντοβίκο — (Ludovico Ariosto, Ρέτζο Εμιλία 1474 – Φεράρα 1533). Ιταλός ποιητής. Έζησε στην αυλή των δουκών Ντ’ Έστε όπου τέθηκε στην υπηρεσία του καρδινάλιου Ιππόλυτου ντ’ Έστε και του αδελφού του Αλφόνσου Α’. Στα γράμματα αφιέρωνε τις λίγες ελεύθερες… … Dictionary of Greek